- δόλιος
- (I)-α, -ο (Μ δόλιος, -α, -ον)1. ταλαίπωρος, δύστυχος, κακότυχος2. (για χρονιά) καταραμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. δόλιος (ΙΙ)* ή < δείλαιοςη διαφορά τού δόλιος (Ι) από το δόλιος (ΙΙ) όχι μόνο σημασιολογική αλλά και φωνολογική (το -ι- τού δόλιος (Ι) συνιζάνεται)].————————(II)-α, -ο (AM δόλιος, -α, -ον και -ος, -ον)πανούργος, απατηλός, ανειλικρινής.
Dictionary of Greek. 2013.